Μια φορά κι
έναν καιρό, σε ένα μοναστήρι της β. Ελλάδος ζούσε ένας μοναχός που ήταν πολύ
δραστήριος και δουλευταράς. Όλη μέρα έφτιαχνε, έφτιαχνε, έφτιαχνε. Μαραγκός άξιος,
δεν άφησε τίποτα που να μην το στολίσει με την τέχνη του. τραπέζια, καρέκλες,
κρεβάτια, κομοδίνα, ντουλάπες, κουφώματα, όποια κατασκευή ήταν από ξύλο, αυτός.
Μέρα νύχτα σχεδόν δούλευε να τιμήσει το τάλαντο που του έδωσε ο Θεός. Ένα απόγευμα,
στο πανηγύρι της μονής στην αρτοκλασία και στην λιτανεία, κατέρρευσε. Μπαμ και
κάτω. Ξερός. Χωρίς ανάσα και χτύπο καρδιάς. Μετά από λίγη ώρα ώ! Του θαύματος συνήλθε.
Του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και τον έβαλαν στο κρεβάτι να αναρρώσει. Όταν έγινε
καλά και βγήκε απ το κελί του, άλλαξε η συμπεριφορά του. δεν ξαναδούλεψε ποτέ. ήταν πρώτος στην
ακολουθία και ο τελευταίος που έφευγε απ το ναό. Οι κουβέντες του λιγοστές και
η υπακοή του μεγάλη και αθόρυβη. Στις ερωτήσεις των πατέρων για το τι έγινε
τότε που φαινομενικά πέθανε και ανέστη, δεν απαντούσε τίποτα. Πέρασαν λίγα
χρόνια και η ζωή του ήταν καθαρά πνευματική. Κάποιοι νέοι πατέρες που ήρθαν
στην μονή και είχαν ακούσει την ιστορία, τον πίεζαν να τους πει τι ακριβώς
έγινε, γιατί δεν ήξερε κανένας. Κάποτε στην γιορτή του όλοι οι πατέρες του
ζήτησαν να τους εξηγήσει τι έγινε τότε και άλλαξε η ζωή του. Αυτός επειδή
προείδε το θάνατο του, τους εξήγησε. Όταν έπεσα κάτω πεθαμένος, βγήκα απ το
σώμα και πήγα στον ουρανό. Ο Άγγελος που με συνόδευε, με πήγε σε μια αίθουσα
αναμονής στον προθάλαμο του παραδείσου, να περιμένω τον υπεύθυνο για την
τακτοποίηση μου. Όταν ήρθε εκείνος, μου είπε. Νωρίς ήρθες. Δεν μπορείς να
μείνεις. Δεν μπορούμε να σε κρατήσουμε. Εγώ κλαίγοντας του ζήτησα να με αφήσει
να μείνω γιατί ένιωθα ασύγκριτη γαλήνη και ευτυχία. Μου λέει τότε. Έλα να δεις
γιατί δεν μπορείς να μείνεις. Με πήγε πιο κάτω σε μια χαράδρα που είχε πολύ
βάθος φάρδος και μήκος. Μου λέει, κοίταξε μες την χαράδρα να δεις τι μας έφερες.
Κοιτάω και γω, τι να δω!! Γεμάτη η χαράδρα από τραπέζια, τραπεζάκια, καρέκλες
κομοδίνα, κρεβάτια, πάσης λογής ξύλινα κατασκευάσματα που έφτιαξα σε όλη μου τη
ζωή. Αυτά μας έφερες, γι αυτό δεν μπορούμε να σε κρατήσουμε. Πήγαινε πάλι πίσω
να εργαστείς πνευματικά και να προετοιμάσεις την έξοδο σου. Την άλλαξα λίγο την
ιστορία να φαίνεται σαν παραμύθι. Πρόδρομος μοναχός.
Ο εξομολόγος, ο πνευματικός και ο γέροντας ή η γερόντισσα.
Σας χαιρετώ! Ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά ζητήματα των ημερών μας, είναι αυτό του πνευματικού καθοδηγητή. Πολλές γνώμες, πολλές απόψεις, πολλές αναφορές από τους πατέρες αλλά μία μόνο αλήθεια. Μία αλήθεια με δύο προεκτάσεις, κατευθύνσεις, φορές (πηγές) και προορισμό. Να ζούμε αρεστά στον Θεό, κατά το θέλημα του, και με την εδώ σώφρονα ζωή μας, να κερδίσουμε την βασιλεία των ουρανών, τον παράδεισο. Τον σκοπό αυτό, εξυπηρετεί ο πνευματικός, σαν διαμεσολαβητής με τον ποιητή του παντός. Κάποιοι άνθρωποι είναι προικισμένοι με αγία υπομονή και καρτερικότητα, τους φτάνουν οι γραφές και αυτά που έχουν μάθει για να ζουν με σωφροσύνη. Η αλήθεια είναι, ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι λίγοι. Οι περισσότεροι είναι μπερδεμένοι, συγχυσμένοι, δεν ξέρουν το σωστό και το αγαθό για να το πράξουν, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούνται οι ίδιοι και να ταλαιπωρούν τους γύρω τους με αυτή τους την αμάθεια. Αυτοί, χρειάζονται έναν πνευματικό καθοδηγητή, για να τους οδηγεί πνευματικά, στον δρόμο που μας έδειξ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κάνετε εδώ το σχόλιο σας